θυφλός: Difference between revisions

17
(6_10)
 
(17)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυφλός''': -ή, -όν, (= [[τυφλός]]) Ἐπιγρ. πηλ. ἀγγείου Κύμης τῆς ἐν [[Ἰταλία]] CIG. 8337.
|lstext='''θυφλός''': -ή, -όν, (= [[τυφλός]]) Ἐπιγρ. πηλ. ἀγγείου Κύμης τῆς ἐν [[Ἰταλία]] CIG. 8337.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυφλός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[τυφλός]].
}}
}}