κιστοφόρος: Difference between revisions

20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte les corbeilles sacrées.<br />'''Étymologie:''' [[κίστη]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui porte les corbeilles sacrées.<br />'''Étymologie:''' [[κίστη]], [[φέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κιστοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετέφερε το [[κιβώτιο]] που περιείχε τα ιερά σκεύη ή τα χρειώδη στα μυστήρια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[κιστοφόρος]]<br />[[νόμισμα]] στο οποίο ήταν τυπωμένη η [[κίστη]] του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίστη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεω</i>-[[φόρος]], <i>τροχο</i>-[[φόρος]].
}}
}}