3,274,313
edits
(SL_2) |
(20) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>κῐχάνω</b> <br /> <b>1</b> [[overtake]], [[come]] [[upon]] [[θεός]], ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε (P. 2.50) βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ ἐκ νεκροῦ ἅρπασε (P. 3.43) κίχε νιν λέοντί ποτ' [[εὐρυφαρέτρας]] ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν [[ἄτερ]] ἐγχέων [[ἑκάεργος]] [[Ἀπόλλων]] (P. 9.26) καί μιν [[οὔπω]] τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (N. 10.74) | |sltr=<b>κῐχάνω</b> <br /> <b>1</b> [[overtake]], [[come]] [[upon]] [[θεός]], ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε (P. 2.50) βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ ἐκ νεκροῦ ἅρπασε (P. 3.43) κίχε νιν λέοντί ποτ' [[εὐρυφαρέτρας]] ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν [[ἄτερ]] ἐγχέων [[ἑκάεργος]] [[Ἀπόλλων]] (P. 9.26) καί μιν [[οὔπω]] τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (N. 10.74) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κιχάνω]] και [[κιγχάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συναντώ]], [[βρίσκω]], [[πετυχαίνω]] («μή σε γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προλαβαίνω]] κάποιον ή [[κάτι]], [[προφτάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] (α. «ἠέ σε δουρὶ κιχήσομαι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὅ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τυγχάνω]] («ἆρ' ἔτ' ἐμψύχου, [[τέκνα]], κιχήσεταί μου», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[θεματικός]] ενεστ. [[κιχάνω]], που μαρτυρείται ήδη στα ομηρικά έπη, θα [[πρέπει]] να προέκυψε υποχωρητικά από τον αόρ. <i>ἐκίχην</i> και τον μέλλοντα <i>κιχήσομαι</i> ενός αθέματου ενεστώτα με αναδιπλασιασμένο θ. <i>κί</i>-<i>χη</i>-<i>μι</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἔφθην</i>-<i>φθήσομαι</i>: [[φθάνω]], θεματικοί τ. <i>κιχήσατο</i>, <i>ἔκιχεν</i> δημιουργήθηκαν και στον αόρ., ενώ η δωρ. διάλ. σχημάτισε σιγματικό τ. <i>ἔκιξε</i>. Στην αττ. διάλ. δημιουργήθηκε ο τ. [[κιγχάνω]] με ερρινοποίηση [[κατά]] το [[λαμβάνω]]. Ο υποτιθέμενος [[αρχικός]] τ. <i>κί</i>-<i>χη</i>-<i>μι</i> ανάγεται σε ΙΕ <i>ghi</i>-<i>gh</i><i>ē</i>-<i>mi</i>, που εμφανίζει την απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ghe</i>- «[[είμαι]] [[κενός]], [[εγκαταλείπω]], [[πηγαίνω]]» και ενεστωτικό αναδιπλασιασμό. Σημαντική μορφική [[αντιστοιχία]], με [[εξαίρεση]] το [[φωνήεν]] του ενεστωτικού αναδιπλασιασμού, εμφανίζουν τα αρχ. ινδ. <i>ja</i>-<i>h</i><i>ā</i>-<i>ti</i> «[[εγκαταλείπω]]» και το αβεστ. <i>za</i>-<i>za</i><sup>i</sup>-<i>ti</i> «[[διώχνω]]». Η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της ρίζας [[χωρίς]] ενεστωτικό αναδιπλασιασμό εμφανίζεται στις γερμανικές γλώσσες, όπως λ.χ. στο αγγλοσαξ. <i>g</i><i>ā</i><i>n</i>- «[[πηγαίνω]]». Μακρινή [[είναι]] η [[συγγένεια]] του [[κιχάνω]] με τα <i>χάζομαι</i>, [[χατέω]], [[χήρα]], [[χώρος]], που θεωρείται ότι ανάγονται [[επίσης]] σε διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ίδιας ΙΕ ρίζας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κίχησις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αντικιχάνω</i>]. | |||
}} | }} |