κλάσμα: Difference between revisions

1,569 bytes added ,  29 September 2017
20
(T22)
(20)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κλασματος, τό ([[κλάω]]), a [[fragment]], [[broken]] [[piece]]: plural, of remnants of [[food]], [[Xenophon]], cyn. 10,5; Diodorus 17,13; [[Plutarch]], Tib. Gr. 19; Anthol.; the Sept..)  
|txtha=κλασματος, τό ([[κλάω]]), a [[fragment]], [[broken]] [[piece]]: plural, of remnants of [[food]], [[Xenophon]], cyn. 10,5; Diodorus 17,13; [[Plutarch]], Tib. Gr. 19; Anthol.; the Sept..)  
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κλάσμα]]) [[κλώ]]<br />[[τεμάχιο]], [[κομμάτι]], [[τμήμα]] μονάδας («ὅτε τοὺς [[πέντε]] ἄρτους ἔκλασα... καὶ πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ἤρατε;», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθ.</b> ο μη [[ακέραιος]] [[ρητός]] [[αριθμός]], που γράφεται υπό τη [[μορφή]] <sup>α</sup>/<sub>β</sub>, όπου ο <i>α</i> λέγεται [[αριθμητής]] και ο <i>β</i> [[παρονομαστής]]<br />2<br />(χημ) το συστατικό ενός μίγματος που χαρακτηρίζεται από ορισμένες σταθερές ιδιότητες, όπως λ.χ. [[είναι]] η [[διαλυτότητα]], τα όρια ζέσης και τήξης, με [[βάση]] τις οποίες καθίσταται [[δυνατός]] ο [[διαχωρισμός]] του από το [[υπόλοιπο]] [[μίγμα]] [[κατά]] τις διεργασίες απόσταξης, διύλισης κ.ά.<br /><b>μσν.</b><br />(για γόνατα) [[λύγισμα]], [[άρθρωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπάσιμο]], [[θλάση]], [[εξάρθρωση]]<br /><b>2.</b> [[διάρρηξη]], [[εισβολή]] σε [[σπίτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίμμα]], [[ψίχουλο]], [[απομεινάρι]]<br /><b>2.</b> [[ρήγμα]], [[ρωγμή]], [[χάσμα]], [[ράγισμα]].
}}
}}