κατορθωτής: Difference between revisions

20
(6_19)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατορθωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ κατορθῶν ἢ ἐπιτυγχάνων, Γλωσσ.
|lstext='''κατορθωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ κατορθῶν ἢ ἐπιτυγχάνων, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ό (ΑΜ [[κατορθωτής]]) [[κατορθώ]]<br />αυτός που κατορθώνει, που εκτελεί [[κάτι]] με [[επιτυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιδρυτής]].
}}
}}