3,274,921
edits
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατορθωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ κατορθῶν ἢ ἐπιτυγχάνων, Γλωσσ. | |lstext='''κατορθωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ κατορθῶν ἢ ἐπιτυγχάνων, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ό (ΑΜ [[κατορθωτής]]) [[κατορθώ]]<br />αυτός που κατορθώνει, που εκτελεί [[κάτι]] με [[επιτυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιδρυτής]]. | |||
}} | }} |