3,274,921
edits
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui sert à appeler ; <i>t. de gramm.</i> ἡ κλητική ([[πτῶσις]]) le vocatif;<br /><b>2</b> qui sert à invoquer;<br /><b>3</b> qui concerne une invitation.<br />'''Étymologie:''' [[καλέω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui sert à appeler ; <i>t. de gramm.</i> ἡ κλητική ([[πτῶσις]]) le vocatif;<br /><b>2</b> qui sert à invoquer;<br /><b>3</b> qui concerne une invitation.<br />'''Étymologie:''' [[καλέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κλητικός]], -ή, -όν) [[κλητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κλήση]], στην [[πρόσκληση]], αυτός που γίνεται με [[κλήση]]<br /><b>2.</b> [[επικλητικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>γραμμ.</b> <i>η [[κλητική]]<br />η [[πτώση]] με την οποία καλούμε ή προσφωνούμε κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ύμνο) αυτός που περιέχει [[επίκληση]] [[προς]] θεούς<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[κλήση]], σε [[επίκληση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλητικώς</i> καί -<i>ά</i><br /><b>1.</b> με [[κλήση]], με [[πρόσκληση]], με [[προσφώνηση]]<br /><b>2.</b> σε [[κλητική]] [[πτώση]]. | |||
}} | }} |