κεράσιον: Difference between revisions

20
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεράσιον''': τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς κερασέας, «κεράσι», Δίφ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 51Α· [[ὡσαύτως]], τὸ [[δένδρον]], Διοσκ. 1. 157, Γεωπ. 10. 41.
|lstext='''κεράσιον''': τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς κερασέας, «κεράσι», Δίφ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 51Α· [[ὡσαύτως]], τὸ [[δένδρον]], Διοσκ. 1. 157, Γεωπ. 10. 41.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεράσιον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[κεράσι]].
}}
}}