θεσμοφόρος: Difference between revisions

17
(SL_1)
(17)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θεσμοφόρος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> lawbringing [[πότνια]] θεσμοφόρε [[Persephone]] fr. 37.
|sltr=[[θεσμοφόρος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> lawbringing [[πότνια]] θεσμοφόρε [[Persephone]] fr. 37.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[θεσμοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει, που παρέχει θεσμούς, ο [[νομοθέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το θηλ. ως επίθ. της Δήμητρος) αυτή που εισάγει θεσμούς για την [[καλλιέργεια]] της γης, τον καταρτισμό της κοινωνίας, τον νόμιμο γάμο κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Θεσμοφόρος</i><br />επίθ. του Διονύσου<br /><b>3.</b> (στον δυϊκό αριθ.) «τὼ θεσμοφόρω» — η [[Δήμητρα]] και η [[Περσεφόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγγελια</i>-[[φόρος]], [[ανθο]]-[[φόρος]], <i>δασμο</i>-[[φόρος]].
}}
}}