κορμάζω: Difference between revisions

21
(6_2)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορμάζω''': [[κόπτω]] εἰς κορμούς, τεμάχια, Διον. Ἁλ. 20. 6.
|lstext='''κορμάζω''': [[κόπτω]] εἰς κορμούς, τεμάχια, Διον. Ἁλ. 20. 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορμάζω]] (Α) [[κορμός]]<br />[[κόβω]] [[κάτι]] σε κορμούς, [[τεμαχίζω]], [[κομματιάζω]] («ὕλη κορμασθεῑσα [[κατά]] μέρη», Διον. Αλ.).
}}
}}