κοκκυσμός: Difference between revisions

21
(6_15)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοκκυσμός''': ὁ, τὸ κράζειν «κούκκου» ― παρ’ ἀνθρώποις, ὁ [[ἦχος]] [[λίαν]] ὀξείας φωνῆς, Νικομ. Μουσ. σ. 20, κατὰ τὸ Βοδλ. Ἀντίγραφ., κοινῶς κοκνισμός.
|lstext='''κοκκυσμός''': ὁ, τὸ κράζειν «κούκκου» ― παρ’ ἀνθρώποις, ὁ [[ἦχος]] [[λίαν]] ὀξείας φωνῆς, Νικομ. Μουσ. σ. 20, κατὰ τὸ Βοδλ. Ἀντίγραφ., κοινῶς κοκνισμός.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοκκυσμός]], ὁ (AM) [[κοκκύζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φωνή]] κότας ή πετεινού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κράξιμο]] του κούκου<br /><b>2.</b> ο [[ήχος]] πολύ οξείας ανθρώπινης φωνής.
}}
}}