κορδύλη: Difference between revisions

1,566 bytes added ,  29 September 2017
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />bosse.<br />'''Étymologie:''' DELG origine obscure.
|btext=ης (ἡ) :<br />bosse.<br />'''Étymologie:''' DELG origine obscure.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορδύλη]] και κορδύλα και [[κορύδυλις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[ρόπαλο]], [[κορύνη]]<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], όγκωμα, [[πρήξιμο]]<br /><b>3.</b> (στους Κυπρίους) [[κάλυμμα]] του κεφαλιού, [[καλύπτρα]], [[κεφαλόδεσμος]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] του ψαριού τον(ν)ος, [[σκορδύλη]] («ἐπακολουθοῡντες γὰρ ταῑς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ θύννης καὶ αὐτῆς τῆς πηλαμύδος», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με το [[κραδάω]] δεν φαίνεται να δικαιολογείται σημασιολογικά. Έχει θεωρηθεί [[επίσης]] [[προϊόν]] συμφυρμού τών [[κόνδυλος]] και [[κόρυς]] ή [[κορυφή]] ή [[κόρση]]. Η κατάλ. -<i>ύλη</i> ανήκει στην [[καθομιλουμένη]] [[γλώσσα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κανθ</i>-<i>ύλη</i>, <i>σχενδ</i>-<i>ύλη</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορδύλειος]], [[κορδύλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορδυβαλλώδης]] (<b>βλ.</b>λ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κορδύλουρος</i>, <i>κορδυλοφόρος</i>].
}}
}}