κόφινος: Difference between revisions

1,233 bytes added ,  29 September 2017
21
(T22)
(21)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κοφινου, ὁ, a [[basket]], [[wicker]] [[basket]] (cf. B. D. [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Basket): [[Aristophanes]] av. 1310; [[Xenophon]], mem. 3,8, 6; others.)  
|txtha=κοφινου, ὁ, a [[basket]], [[wicker]] [[basket]] (cf. B. D. [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Basket): [[Aristophanes]] av. 1310; [[Xenophon]], mem. 3,8, 6; others.)  
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κόφινος]])<br />μεγάλο [[καλάθι]], [[κοφίνι]] («[[οὔπω]] νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς [[πέντε]] ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />βοιωτικό [[μέτρο]] χωρητικότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με τη [[σειρά]] της δανείστηκε η Λατινική (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>cophinus</i>) και μέσω αυτής και άλλες ρομανικές [[αλλά]] και γερμανικές γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>couffin</i> «[[ζεμπίλι]]», αγγλ. <i>coffin</i> «[[φέρετρο]]», μσν. άνω γερμ. <i>Koffer</i> «[[κιβώτιο]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοφίνι]](<i>ον</i>), [[κοφινώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοφινίς]], [[κοφινώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κοφινοποιός]].
}}
}}