λαφυραγωγός: Difference between revisions

22
(6_18)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰφῡρᾰγωγός''': -όν, ὁ λαφυραγωγῶν, ὁ κομίζων [[λάφυρα]], πιθ. γραφ. ἀντὶ φυγαγωγὸς παρὰ Πολυαίν. 8. 16, 6, πρβλ. Σχολ. Ἰλ. Κ. 460. Σχολ. Λυκόφρ. 985.
|lstext='''λᾰφῡρᾰγωγός''': -όν, ὁ λαφυραγωγῶν, ὁ κομίζων [[λάφυρα]], πιθ. γραφ. ἀντὶ φυγαγωγὸς παρὰ Πολυαίν. 8. 16, 6, πρβλ. Σχολ. Ἰλ. Κ. 460. Σχολ. Λυκόφρ. 985.
}}
{{grml
|mltxt=-ό (AM [[λαφυραγωγός]], -όν)<br />αυτός που αποκομίζει ή αρπάζει πολεμικά [[λάφυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάφυρον]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημ</i>-[[αγωγός]], <i>ψυχ</i>-[[αγωγός]]].
}}
}}