κυνόμορον: Difference between revisions

22
(6_22)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνόμορον''': τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς κυνοσβάτου, Γαλην.· [[ὡσαύτως]] = [[κυνοκράμβη]], ὁ αὐτ. 13. 138.
|lstext='''κῠνόμορον''': τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς κυνοσβάτου, Γαλην.· [[ὡσαύτως]] = [[κυνοκράμβη]], ὁ αὐτ. 13. 138.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυνόμορον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[καρπός]] της κυνοσβάτου<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] απόκυνο, αλλ. [[κυνοκράμβη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορον</i>].
}}
}}