κροῦμα: Difference between revisions

22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />action de frapper un instrument à cordes avec le plectre.<br />'''Étymologie:''' [[κρούω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[αὔλημα]].
|btext=ατος (τό) :<br />action de frapper un instrument à cordes avec le plectre.<br />'''Étymologie:''' [[κρούω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[αὔλημα]].
}}
{{grml
|mltxt=κροῡμα, τὸ (Α) [[κρούω]]<br /><b>1.</b> [[κρούση]], [[χτύπημα]]<br /><b>2.</b> [[τόνος]] ή [[νότα]] που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ [[δίκαιος]] [[ἀμείνων]] κοινωνὸς τοῡ κιθαριστικοῡ, [[ὥσπερ]] ό κιθαριστικὸς τοῡ δικαίου εἰς κρουμάτων;», <b>Πλάτ.</b><br />β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα», Θεόπ.)<br /><b>3.</b> [[μελωδία]] («ῷδαὶ καὶ κρούματα», Ιουλ.).
}}
}}