λεύκινος: Difference between revisions

23
(6_11)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεύκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ λεύκης, στέφανοι Ἀριστ. Οἰκ. 2. 42. ΙΙ. καννάβινος (ἴδε [[λευκαία]] Ι), Ἡσύχ. ἐν λεξ. μασχάλην.
|lstext='''λεύκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ λεύκης, στέφανοι Ἀριστ. Οἰκ. 2. 42. ΙΙ. καννάβινος (ἴδε [[λευκαία]] Ι), Ἡσύχ. ἐν λεξ. μασχάλην.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο / Α [[λεύκινος]], -ίνη, -ον [[λεύκη]]<br />φτειαγμένος από [[λεύκα]], [[ιδίως]] από το [[ξύλο]] της<br /><b>αρχ.</b><br />(για στρατιώτη) στολισμένος με [[στεφάνι]] από [[λεύκα]].———————— <b>(II)</b><br />[[λεύκινος]], -ίνη, -ον (Α) [[λευκαία]]<br />κατασκευασμένος από το [[φυτό]] [[λευκαία]], από [[σχοινί]].
}}
}}