λυσίζωνος: Difference between revisions

23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui assiste les femmes en couche (Artémis <i>ou</i> Eileithyia).<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[ζώνη]].
|btext=ος, ον :<br />qui assiste les femmes en couche (Artémis <i>ou</i> Eileithyia).<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[ζώνη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λυσίζωνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λύνει τη [[ζώνη]]<br /><b>2.</b> (για [[νύφη]]) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την [[παρθενική]] [[ζώνη]] στην Άρτεμι<br /><b>3.</b> (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την [[πανοπλία]], [[άοπλος]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λυσίζωνος</i><br />α) [[επίκληση]] της Αρτέμιδος<br />β) [[επίκληση]] της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες [[κατά]] τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>ζωνος</i>, <i>καλλί</i>-<i>ζωνος</i>].
}}
}}