3,274,313
edits
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />chassie ; [[αἱ]] λῆμαι humeurs qui troublent le cerveau, chimères.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | |btext=ης (ἡ) :<br />chassie ; [[αἱ]] λῆμαι humeurs qui troublent le cerveau, chimères.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[λήμη]], Μ και λήμμη)<br />ωχρόλευκο λιπώδες [[έκκριμα]] τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται [[ιδίως]] στον εσωτερικό κανθό του ματιού, η [[τσίμπλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λῆμαι</i><br />τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ τοῡ Πειραιῶς [[λήμη]]» — η Αίγινα<br />β) «Κρονικαὶ λῆμαι» — αρχαίες προλήψεις που εμπόδιζαν την πνευματική όραση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με αλβ. <i>llom</i> «[[κατακάθι]]» παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η [[σύνδεση]] με λατ. <i>l</i><i>ā</i><i>ma</i> «[[τέλμα]]» και λιθουαν. <i>l</i><i>ō</i><i>mas</i> «[[λάκκος]], [[κοιλότητα]]» παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα. | |||
}} | }} |