λήμη: Difference between revisions

1,220 bytes added ,  29 September 2017
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />chassie ; [[αἱ]] λῆμαι humeurs qui troublent le cerveau, chimères.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
|btext=ης (ἡ) :<br />chassie ; [[αἱ]] λῆμαι humeurs qui troublent le cerveau, chimères.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[λήμη]], Μ και λήμμη)<br />ωχρόλευκο λιπώδες [[έκκριμα]] τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται [[ιδίως]] στον εσωτερικό κανθό του ματιού, η [[τσίμπλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λῆμαι</i><br />τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ τοῡ Πειραιῶς [[λήμη]]» — η Αίγινα<br />β) «Κρονικαὶ λῆμαι» — αρχαίες προλήψεις που εμπόδιζαν την πνευματική όραση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με αλβ. <i>llom</i> «[[κατακάθι]]» παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η [[σύνδεση]] με λατ. <i>l</i><i>ā</i><i>ma</i> «[[τέλμα]]» και λιθουαν. <i>l</i><i>ō</i><i>mas</i> «[[λάκκος]], [[κοιλότητα]]» παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.
}}
}}