3,277,002
edits
(6_10) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοιμικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸν λοιμόν, [[λοιμώδης]] Ἱππ. 1271. 2, Πολύβ. 1. 19, 1, κτλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 79. 2) καταστρεπτικός, [[φθοροποιός]], τοξεύματα Λυκόφρ. 1205. | |lstext='''λοιμικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸν λοιμόν, [[λοιμώδης]] Ἱππ. 1271. 2, Πολύβ. 1. 19, 1, κτλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 79. 2) καταστρεπτικός, [[φθοροποιός]], τοξεύματα Λυκόφρ. 1205. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λοιμικός]], -ή, -όν) [[λοιμός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λοιμό, [[λοιμώδης]], [[μολυσματικός]] («ἀσθενῶς διακειμένους διὰ τὸ λοιμικὴν [[εἶναι]] παρ' αὐτοῑς κατάστασιν», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>η [[λοιμική]] και <i>το λοιμικό</i><br />θανατηφόρα επιδημική [[νόσος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καταστρεπτικός]], [[ολέθριος]] («λοιμικὰ τοξεύματα», <b>Λυκόφρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λοιμικῶς</i> (Α)<br />σε [[κατάσταση]] λοιμού. | |||
}} | }} |