μαντικός: Difference between revisions

24
(eksahir)
(24)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[profético]], [[oracular]], [[profecía]], [[arte de la adivinación]]
|esgtx=[[profético]], [[oracular]], [[profecía]], [[arte de la adivinación]]
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαντικός]], -ή, -όν) [[μάντης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη ή στη [[μαντεία]], [[προφητικός]] (α. «μαντικὸν [[γένος]]» — οι μάντεις, <b>Σοφ.</b><br />β. «φῆμαι μαντικαί» — προφητικοί λόγοι, <b>Σοφ.</b><br />γ. «μαντικὴ [[ἐπίπνοια]]» — προφητική [[έμπνευση]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μαντική]] [[τέχνη]]» — η [[μαντική]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με μάντη, αυτός που μπορεί να μαντεύσει («τά γε τοιαῡτα πολὺ μαντικώτεροι ὑμῶν oἱ γεωργοί», <b>Ησίοδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαντικώς</i> και -<i>ά</i> (AM μαντικῶς)<br />με μαντικό τρόπο, με τον τρόπο του μάντη.
}}
}}