μονοκότυλος: Difference between revisions

25
(6_17)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοκότῠλος''': -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον σειρὰν κοτυληδόνων, δηλ. ἕνα μόνον πλόκαμον μυζητικῶν θηλῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1. 17, π. π. Μορ. 4. 9, 14· πρβλ. κοτυληδὼν Ι.
|lstext='''μονοκότῠλος''': -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον σειρὰν κοτυληδόνων, δηλ. ἕνα μόνον πλόκαμον μυζητικῶν θηλῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1. 17, π. π. Μορ. 4. 9, 14· πρβλ. κοτυληδὼν Ι.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονοκότυλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που αποτελείται από μία μόνο [[κοτυληδόνα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μονοκότυλα</i><br /><b>βοτ.</b> [[κλάση]] αγγειόσπερμων [[φυτών]] που περιέχει όλα τα [[αγγειόσπερμα]] τών οποίων το [[έμβρυο]] αποτελείται από μία μόνο [[κοτυληδόνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από μια [[σειρά]] μυζητικών θηλών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κότυλος]] «[[κοτυληδόνα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δι</i>-[[κότυλος]])].
}}
}}