μονοδάκτυλος: Difference between revisions

25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’a qu’un doigt.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[δάκτυλος]].
|btext=ος, ον :<br />qui n’a qu’un doigt.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[δάκτυλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονοδάκτυλος]], -ον)<br />αυτός που έχει έναν μόνο [[δάκτυλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μονοδάκτυλος]]<br /><b>ζωολ.</b> αυτός που έχει ένα [[δάκτυλο]] σε [[κάθε]] [[άκρο]], όπως λ.χ. το [[άλογο]].
}}
}}