3,277,300
edits
(6_5) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μορμολύττομαι''': ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., πλὴν ὅτι ὁ ἀόρ. α΄ μορμολυξάμενος ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Γαλην.· (μορμώ). Ἐκφοβῶ, «σκ~ιάζω», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1245, Πλάτ. Κρίτων 46C· μ. τινα ἀπό τινος Ξεν. Συμπ. 4. 27. ΙΙ. φοβοῦμαι, «σκ~ιάζομαι», τι Πλάτ. Αξίοχ. 364Β. - Ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] μορμολύττω δὲν ἀπαντᾷ, [[διότι]] ὁ Meineke διώρθωσε τὰ χωρία ἐν Κράτ. «Ἥρωσιν» 1, ἴδε Κωμ. Ἀποσπ. 4. 658· ἀλλ’ ὁ Φώτ. ἔχει: μορμορύζει: ἐκφοβεῖ παρὰ τὴν [[Μορμώ]]. | |lstext='''μορμολύττομαι''': ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., πλὴν ὅτι ὁ ἀόρ. α΄ μορμολυξάμενος ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Γαλην.· (μορμώ). Ἐκφοβῶ, «σκ~ιάζω», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1245, Πλάτ. Κρίτων 46C· μ. τινα ἀπό τινος Ξεν. Συμπ. 4. 27. ΙΙ. φοβοῦμαι, «σκ~ιάζομαι», τι Πλάτ. Αξίοχ. 364Β. - Ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] μορμολύττω δὲν ἀπαντᾷ, [[διότι]] ὁ Meineke διώρθωσε τὰ χωρία ἐν Κράτ. «Ἥρωσιν» 1, ἴδε Κωμ. Ἀποσπ. 4. 658· ἀλλ’ ὁ Φώτ. ἔχει: μορμορύζει: ἐκφοβεῖ παρὰ τὴν [[Μορμώ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μορμολύττομαι]] (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[τρομάζω]] κάποιον, [[εκφοβίζω]], [[φοβίζω]] («πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταὐτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῑς;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φοβάμαι]], σκιάζομαι, [[τρέμω]] («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφώ]] με εκφραστική [[παρέκταση]] -<i>λυττ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πομφολύξαι</i> / [[πομφόλυξ]]: [[πομφός]], <i>βδε</i>-<i>λύττομαι</i>: [[βδελυρός]], [[βδέω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το ρ. [[μορμολύττομαι]] προήλθε με [[ανομοίωση]] από <i>μορμορύττομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μόρμορος]], [[μορμόρυξις]])]. | |||
}} | }} |