ἀλκαία: Difference between revisions

2
(Bailly1_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />queue d’un animal robuste.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλκαῖος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />queue d’un animal robuste.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλκαῖος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλκαία]], η (AM)<br />[[ουρά]] ζώου και ειδικότερα του λιονταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του επιθ. <i>ἀλκαίος</i> «[[δυνατός]], [[ισχυρός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλκή]]), που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό].
}}
}}