ἁλωνία: Difference between revisions

115 bytes removed ,  29 September 2017
3
(3)
(3)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ποσότητα]] δημητριακών αρκετή για ένα [[αλώνισμα]]<br /><b>2.</b> [[ποσότητα]] καρπών, που απλώνεται σε [[αλώνι]] για [[αποξήρανση]]<br /><b>3.</b> ο [[καρπός]] που αλωνίστηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλώνι]]. Η σημ. (2) επιτρέπει πιθ. τη [[σύνδεση]] της λ. με το αρχ. [[ἁλωνία]].
|mltxt=[[ἁλωνία]], η (AM) (Μ και ἁλωνεία)<br /><b>1.</b> [[αλώνι]]<br /><b>2.</b> [[καρπός]] σε [[αλώνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με θ. <i>αλων</i>-, επαυξημένη [[μορφή]] της ρίζας <i>αλω</i>- που απαντά και στο ουσ. [[ἅλως]], <i>ο</i>].
}}
}}