ἀμνός: Difference between revisions

3,398 bytes added ,  29 September 2017
3
(T22)
(3)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(οῦ, ὁ (from [[Sophocles]] and [[Aristophanes]] [[down]]), a [[lamb]]: [[τοῦ]] θεοῦ, [[consecrated]] to God, [[ἀρνίον]].
|txtha=(οῦ, ὁ (from [[Sophocles]] and [[Aristophanes]] [[down]]), a [[lamb]]: [[τοῦ]] θεοῦ, [[consecrated]] to God, [[ἀρνίον]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και [[ἀμνίς]], Ν [[αμνάδα]])<br /><b>1.</b> το [[νεογνό]] του προβάτου, [[αρνί]], [[αρνάκι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ο [[αμνός]] του Θεού» ο [[Χριστός]]<br /><b>μσν.</b><br />το ύφασμα του επιταφίου, όπου εικονίζεται το [[σώμα]] του Χριστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανόητος]], [[κουτός]]<br /><b>2.</b> [[άκακος]], [[πράος]], [[μαλακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ἀμνὸς</i> χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελληνική παράλληλα [[προς]] το <i>ἀρὴν</i> ([[ἀρνός]]), για να δηλώσει το [[αρνί]], το μικρό του προβάτου. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται σε IE <i>ag</i><sup>w</sup><i>nos</i> (&GT; <i>abvos</i> &GT; [[ἀμνός]], με [[αφομοίωση]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ιρλ. <i>ū</i><i>an</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>o</i><i>ū</i><i>an</i>). Οι συγγενείς τύποι άλλων ΙΕ γλωσσών -λατ. <i>agnus</i> (από όπου τα γαλλ. <i>agneau</i>, ιταλ. <i>agno</i>), αρχ. σλαβ. <i>agnę</i>, αγγλ. <i>yean</i> «[[βελάζω]]»- θα μπορούσαν να αναχθούν σε IE <i>ag</i><sup>w</sup><i>hnos</i> (με δασύ χειλοϋπερωικό [[σύμφωνο]] -<i>g</i><sup>ω</sup><i>h</i>- [[αντί]] μέσου ηχηρού -<i>g</i><sup>w</sup>-), εφόσον το υπερωικό -<i>g</i>- στους τύπους αυτούς [[είναι]] αρχικό και όχι (υστερογενές) [[προϊόν]] αφομοιώσεως. Στη Ν. Ελληνική επικράτησε, [[αντί]] του [[αμνός]], ο τ. [[αρνί]]: [[ἀρήν]], <i>ἀρν</i>-<i>ὸς</i> &GT; <i>ἀρνί</i>-<i>ον</i> υποκορ. &GT; <i>αρν</i>-<i>ί</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[παῖς]], <i>παιδ</i>-<i>ὸς</i> &GT; <i>παιδ</i>-<i>ίον</i> &GT; <i>παιδ</i>-<i>ί</i>), ενώ ο τ. [[αμνός]] διατηρήθηκε και παγιώθηκε ως όρος της εκκλησιαστικής [[κυρίως]] (και της λόγιας) γλώσσας. Όπως η λ. [[ἄρτος]] [[έναντι]] της λ. [[ψωμί]], η [[οἶνος]], [[έναντι]] του [[κρασί]], [[έτσι]] και η λ. <i>ἀμνὸς</i> [[έναντι]] του τ. [[αρνί]] απετέλεσαν μια [[σειρά]] από λέξεις στερεότυπες της εκκλησιαστικής γλώσσας που καθιερώθηκαν με τον παραδεδομένο τους τύπο στη [[γλώσσα]] της λατρείας, ενώ τη [[θέση]] τους στην καθημερινή [[γλώσσα]] πήραν άλλες, [[κατά]] κανόνα, νεώτερες λέξεις.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμνεῖος]]-<i>ἀμναῖος</i>, [[ἀμνειός]], [[ἀμνίον]], [[ἄμνιος]], [[ἀμνοκῶν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμνοσκοπία]], <i>αμνοφαγία</i>].
}}
}}