ἀμπεχόνη: Difference between revisions

3
(big3_3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[vestido]], [[vestimenta]] en gener. κουράς γε καὶ ἀμπεχόνας καὶ ὑποδέσεις Pl.<i>R</i>.425b, ἀλαζονικὸς ἦν οὔτ' ἀμπεχόνῃ οὔθ' ὑποδέσει X.<i>Mem</i>.1.2.5, τοὺς καθαρείους ... περὶ ἀμπεχόνην Arist.<i>Rh</i>.1381<sup>b</sup>1, ἀμπεχόνης γε καὶ στρωμνῆς ... ηὐπόρουν Pl.<i>Lg</i>.679a, cf. <i>Chrm</i>.173b, Luc.<i>Luct</i>.16, Plu.2.59e, ὄφεων καὶ ἰχθύων δοραῖς ἀμπεχόναις τε καὶ στρώμασι χρῆσθαι Str.17.3.7, ἀ. ἀραιή Aret.<i>SD</i> 2.6.7, γαστρί τε διδόναι καὶ ἀφροδισίοις καὶ ἀ. λεπτῇ Philostr.<i>VA</i> 2.29, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.15.1.<br /><b class="num">2</b> particular. [[mantón fino]], [[mantoncillo de mujer]] κόραι δ' ἐν ἀμπεχόναις τριχάπτοις Pherecr.108.28, πῇ μὲν τῆς ἀ. ἄκροις δακτύλοις ἐφαπτομένη Aristaenet.1.15.45, ἀμπεχόνην ποίησας ἐμὴν ῥάκος Theoc.27.59, ἀμπεχόναι περονήτιδες <i>AP</i> 7.413 (Antip.Sid.), γυναικείας ἀμπεχόνας Parth.<i>Fr</i>.15.2<br /><b class="num">•</b>excepcionalmente de hombre [[manto]] el de Anacreonte [[ἄχρι]] καὶ ἀστραγάλων ἕλκεται ἀμπεχόναν <i>AP</i> 16.306 (Leon.), como distintivo de reyes τὰς ἁλουργεῖς καὶ χρυσοσήμους ἀμπεχόνας D.H.4.74<br /><b class="num">•</b>fig. οἷς ἔπορον δεινοῖς ἄλγεσιν ἀμπεχόνην a los que dejé un manto de terribles dolores (un niño muerto, de sus padres)</i> <i>IUrb.Rom</i>.1201.4 (II d.C.?).
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[vestido]], [[vestimenta]] en gener. κουράς γε καὶ ἀμπεχόνας καὶ ὑποδέσεις Pl.<i>R</i>.425b, ἀλαζονικὸς ἦν οὔτ' ἀμπεχόνῃ οὔθ' ὑποδέσει X.<i>Mem</i>.1.2.5, τοὺς καθαρείους ... περὶ ἀμπεχόνην Arist.<i>Rh</i>.1381<sup>b</sup>1, ἀμπεχόνης γε καὶ στρωμνῆς ... ηὐπόρουν Pl.<i>Lg</i>.679a, cf. <i>Chrm</i>.173b, Luc.<i>Luct</i>.16, Plu.2.59e, ὄφεων καὶ ἰχθύων δοραῖς ἀμπεχόναις τε καὶ στρώμασι χρῆσθαι Str.17.3.7, ἀ. ἀραιή Aret.<i>SD</i> 2.6.7, γαστρί τε διδόναι καὶ ἀφροδισίοις καὶ ἀ. λεπτῇ Philostr.<i>VA</i> 2.29, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.15.1.<br /><b class="num">2</b> particular. [[mantón fino]], [[mantoncillo de mujer]] κόραι δ' ἐν ἀμπεχόναις τριχάπτοις Pherecr.108.28, πῇ μὲν τῆς ἀ. ἄκροις δακτύλοις ἐφαπτομένη Aristaenet.1.15.45, ἀμπεχόνην ποίησας ἐμὴν ῥάκος Theoc.27.59, ἀμπεχόναι περονήτιδες <i>AP</i> 7.413 (Antip.Sid.), γυναικείας ἀμπεχόνας Parth.<i>Fr</i>.15.2<br /><b class="num">•</b>excepcionalmente de hombre [[manto]] el de Anacreonte [[ἄχρι]] καὶ ἀστραγάλων ἕλκεται ἀμπεχόναν <i>AP</i> 16.306 (Leon.), como distintivo de reyes τὰς ἁλουργεῖς καὶ χρυσοσήμους ἀμπεχόνας D.H.4.74<br /><b class="num">•</b>fig. οἷς ἔπορον δεινοῖς ἄλγεσιν ἀμπεχόνην a los que dejé un manto de terribles dolores (un niño muerto, de sus padres)</i> <i>IUrb.Rom</i>.1201.4 (II d.C.?).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμπεχόνη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[λεπτός]] [[επενδύτης]] ή [[εσθήτα]] που φορούσαν οι γυναίκες ή θηλυπρεπείς άντρες<br /><b>2.</b> [[ενδυμασία]], ενδύματα<br /><b>3.</b> (στον πληθυντικό) <i>αἱ ἀμπεχόναι</i><br />τρόποι ντυσίματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμπέχω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όνη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πείρω]]- [[περόνη]], [[ἄγχω]]- [[ἀγχόνη]], [[ἄκαινα]]-[[ἀκόνη]], [[βέλος]]-[[βελόνη]] <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμπέχονο</i>].
}}
}}