ἀμφίκολλος: Difference between revisions

3
(6_18)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίκολλος''': -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρας τὰς πλευρὰς κεκολλημένος· [[ἔπειτα]] κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10· πρβλ. [[παράκολλος]].
|lstext='''ἀμφίκολλος''': -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρας τὰς πλευρὰς κεκολλημένος· [[ἔπειτα]] κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10· πρβλ. [[παράκολλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίκολλος]], -ον (Α)<br />ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]].
}}
}}