ἀμφιδέα: Difference between revisions

3
(3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀμφίδεα, τα (Α)<br />τα χείλη της μήτρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιδέω]] «[[περιδένω]], [[δένω]] [[ολόγυρα]]»].
|mltxt=ἀμφίδεα, τα (Α)<br />τα χείλη της μήτρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιδέω]] «[[περιδένω]], [[δένω]] [[ολόγυρα]]»].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιδέα]], η (Α) <b>συνήθ. στον πληθ.</b> <i>αἱ [[ἀμφιδέαι]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] με το οποίο περιδένεται [[κάτι]], το οποίο [[είναι]] δεμένο [[γύρω]] από [[κάτι]], [[κρίκος]], [[δακτύλιος]], [[περιβραχιόνιο]], [[βραχιόλι]]<br /><b>2.</b> οι σιδερένιοι κρίκοι με τους οποίους προσαρμόζονταν και στηρίζονταν [[πάνω]] στους ρεζέδες τα φύλλα της πόρτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιδέω]] «[[περιδένω]], [[δένω]] [[ολόγυρα]]»].
}}
}}