ἀνήλειπτος: Difference between revisions

4
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no untado de aceite]] ἔστω δ' ἀνήλειπτα ταῦτα (τὰ σεσιναπισμένα μέρη) Antyll. en Orib.10.13.19, ἡλίῳ παρέχουσιν ἑαυτοὺς οἱ μὲν ἀνήλειπτοι Antyll. en Aët.3.9.
|dgtxt=-ον<br />[[no untado de aceite]] ἔστω δ' ἀνήλειπτα ταῦτα (τὰ σεσιναπισμένα μέρη) Antyll. en Orib.10.13.19, ἡλίῳ παρέχουσιν ἑαυτοὺς οἱ μὲν ἀνήλειπτοι Antyll. en Aët.3.9.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνήλειπτος]] και ἀνήλειφος, -ον (Α) [[αλείφω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αλείφθηκε με [[μύρο]] [[μετά]] το [[λουτρό]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν πλύθηκε, ο [[ακάθαρτος]].
}}
}}