ἀπτόητος: Difference between revisions

6
(6_20)
(6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπτόητος''': ποιητ. ἀπτοίητος, ον, μὴ πτοούμενος, [[ἄφοβος]], εἰς [[μόρον]] ἀπτοίητος ἑκούσιον εἶχε πορείην Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιθ΄, 88: ― Ἐπίρρ. -τως Φαλάριδ. Ἐπιστ. 103. Οὐσιαστ. ἀπτοησία, ἡ, Νείλου Ἐπιστ. 192 Βοασσ.
|lstext='''ἀπτόητος''': ποιητ. ἀπτοίητος, ον, μὴ πτοούμενος, [[ἄφοβος]], εἰς [[μόρον]] ἀπτοίητος ἑκούσιον εἶχε πορείην Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιθ΄, 88: ― Ἐπίρρ. -τως Φαλάριδ. Ἐπιστ. 103. Οὐσιαστ. ἀπτοησία, ἡ, Νείλου Ἐπιστ. 192 Βοασσ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπτόητος]], -ον, Α κ. -πτοίητος) [[πτοώ]]<br />αυτός που δεν πτοείται, [[άφοβος]], [[ατρόμητος]].
}}
}}