3,252,132
edits
(big3_7) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-σᾰ-]<br />[[bañera]], [[pila]], <i>Il</i>.10.576, <i>Od</i>.3.468, 4.48, 128, ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων echando agua de una copa que es como una bañera</i> Cratin.252, cf. Artem.1.56, Thdt.<i>H.Rel</i>.8.9<br /><b class="num">•</b>[[pila]], [[pilón]], <i>PStras</i>.555.11 (III d.C.). • DMic.: <i>a-sa-mi-to</i>.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Prob. préstamo de una lengua oriental. Quizá rel. acad. <i>nemsetu</i>, <i>namasitu</i> ‘lavabo’; tb. se ha propuesto origen pelásgico, de la raíz de [[ἄκμων]] q.u. | |dgtxt=-ου, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-σᾰ-]<br />[[bañera]], [[pila]], <i>Il</i>.10.576, <i>Od</i>.3.468, 4.48, 128, ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων echando agua de una copa que es como una bañera</i> Cratin.252, cf. Artem.1.56, Thdt.<i>H.Rel</i>.8.9<br /><b class="num">•</b>[[pila]], [[pilón]], <i>PStras</i>.555.11 (III d.C.). • DMic.: <i>a-sa-mi-to</i>.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Prob. préstamo de una lengua oriental. Quizá rel. acad. <i>nemsetu</i>, <i>namasitu</i> ‘lavabo’; tb. se ha propuesto origen pelásgico, de la raíz de [[ἄκμων]] q.u. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσάμινθος]], η (Α)<br /><b>1.</b> η [[λεκάνη]] για το [[λούσιμο]] του σώματος, ο [[λουτήρας]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» — από [[κύλικα]] [[μεγάλη]] σαν [[μπανιέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για [[δάνειο]] αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική [[μαζί]] με το [[αντικείμενο]] που δηλώνει η λ. Σ' αυτή την [[υπόθεση]] οδηγεί τόσο η [[σημασία]] της, όσο και το [[επίθημα]] -<i>νθος</i>, το οποίο χαρακτηρίζει [[πολλά]] κύρια ονόματα, [[κατά]] το πλείστον τόπων (<b>[[πρβλ]].</b> [[Κόρινθος]], <i>Όλυνθος</i> κ.ά, [[αλλά]] και προσηγορικά (<b>[[πρβλ]].</b> [[λαβύρινθος]], [[μήρινθος]], [[πλίνθος]] <b>κ.ά.</b>), τα οποία θεωρούνται δάνεια προελληνικής προελεύσεως. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το σουμερ.-βαβυλ. <i>asam</i> «[[δοχείο]] από άργιλλο για [[νερό]]», ενώ όλες οι άλλες υποθέσεις δεν φαίνονται ικανοποιητικές. Η λ. [[ασάμινθος]] [[είναι]] ομηρική και δεν χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο, όπου έχει αντικατασταθεί από τις λ. [[λουτήριον]], [[μάκτρα]] κ.ά.]. | |||
}} | }} |