ἀφροδισιακός: Difference between revisions

7
(big3_8)
(7)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. aphrodisiacus</i> Plin.<i>HN</i> 37.148<br /><b class="num">1</b> [[venéreo]], [[sexual]], [[erótico]] τέρψεις D.S.2.23, ἡδοναί D.S.4.4, σχῆμα Hsch.s.u. σκύλαξ<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ ἀφροδισιακά [[impulsos sexuales]] ἵνα ... τὰ ἀφροδισιακὰ ἑαυτῆς ἐκτελέσῃ ἡ δεῖνα μετ' ἐμοῦ <i>PMag</i>.4.404.<br /><b class="num">2</b> dud. [[afrodisíaco]] ἐλαίδιο(ν) ἀφροδισιακόν <i>POxy</i>.1293.33 (II d.C.) en <i>BL</i> 6.101, cf. <i>POxy</i>.1293.5, 39.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. aphrodisiacus</i> Plin.<i>HN</i> 37.148<br /><b class="num">1</b> [[venéreo]], [[sexual]], [[erótico]] τέρψεις D.S.2.23, ἡδοναί D.S.4.4, σχῆμα Hsch.s.u. σκύλαξ<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ ἀφροδισιακά [[impulsos sexuales]] ἵνα ... τὰ ἀφροδισιακὰ ἑαυτῆς ἐκτελέσῃ ἡ δεῖνα μετ' ἐμοῦ <i>PMag</i>.4.404.<br /><b class="num">2</b> dud. [[afrodisíaco]] ἐλαίδιο(ν) ἀφροδισιακόν <i>POxy</i>.1293.33 (II d.C.) en <i>BL</i> 6.101, cf. <i>POxy</i>.1293.5, 39.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀφροδισιακός]], -ή, -όν) [[αφροδίσιος]]<br /><b>1.</b> (για διάφορες ουσίες και φάρμακα) [[διεγερτικός]], αυτός που προκαλεί γενετήσια [[επιθυμία]] και υποβοηθεί την [[εκτέλεση]] της σεξουαλικής πράξης<br /><b>2.</b> «[[ἀφροδισιακός]] [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου για τον οποίο πίστευαν στην [[αρχαιότητα]] ότι έχει διεγερτικές ιδιότητες.
}}
}}