βοηθός: Difference between revisions

1,023 bytes added ,  29 September 2017
7
(T22)
(7)
Line 13: Line 13:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=βοηθόν, [[helping]] (νεης, [[Herodotus]] 5,97; [[στήριγμα]], [[Herodotus]] [[down]]) a [[helper]]: Sept.).
|txtha=βοηθόν, [[helping]] (νεης, [[Herodotus]] 5,97; [[στήριγμα]], [[Herodotus]] [[down]]) a [[helper]]: Sept.).
}}
{{grml
|mltxt=ο, η (AM [[βοηθός]])<br />[[εκείνος]] που προσφέρει [[βοήθεια]], [[αρωγός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[προστάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[συνεργάτης]] ο [[συμπαραστάτης]]<br /><b>2.</b> ο εργαζόμενος υπό την [[εποπτεία]] ή [[διεύθυνση]] προϊσταμένου<br /><b>3.</b> ο [[μαθητευόμενος]] σε κάποια [[τέχνη]]<br /><b>4.</b> [[τίτλος]] επιστήμονα που εργάζεται σε ανώτατο εκπαιδευτικό [[ίδρυμα]] ή ερευνητικό [[κέντρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βοηθώ]] με υποχωρητικό σχηματισμό ή [[βοηθός]] <span style="color: red;"><</span> <i>βοηθο</i>[[F]]<i>ος</i> (<i>βo</i>[[F]]<i>ā</i><i>θo</i>[[F]]<i>oς</i>) με [[συναίρεση]]].
}}
}}