δημόκοινος: Difference between revisions

9
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[vulgar]], [[ordinario]]de una comida, Lyc.<i>Fr</i>.2.9.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ δ.<br /><b class="num">1</b> [[ejecutor público]], [[verdugo]] οἷος γὰρ ἡμῶν δ. οἴχεται S.<i>Fr</i>.780, τῷ γὰρ δημοκοίνῳ ... παρεδόθη Antipho 1.20, cf. Isoc.17.15, Plu.2.552f, 828f, Hdn.<i>Philet</i>.195, fig. ἀνδροφόνων καὶ δημοκοίνων θίασος Ph.2.559.<br /><b class="num">2</b> [[puto]] Hsch.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[vulgar]], [[ordinario]]de una comida, Lyc.<i>Fr</i>.2.9.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ δ.<br /><b class="num">1</b> [[ejecutor público]], [[verdugo]] οἷος γὰρ ἡμῶν δ. οἴχεται S.<i>Fr</i>.780, τῷ γὰρ δημοκοίνῳ ... παρεδόθη Antipho 1.20, cf. Isoc.17.15, Plu.2.552f, 828f, Hdn.<i>Philet</i>.195, fig. ἀνδροφόνων καὶ δημοκοίνων θίασος Ph.2.559.<br /><b class="num">2</b> [[puto]] Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[δημόκοινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[δημόσιος]], αυτός που ανήκει στον δήμο<br /><b>2.</b> (για τρόφιμα) κατώτερης ποιότητας<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) ο [[δήμιος]]<br />β) ο κατ' [[επάγγελμα]] [[κίναιδος]].
}}
}}