διαπρεπής: Difference between revisions

9
(SL_1)
(9)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>διᾰπρεπής</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[illustrious]] τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει [[στόμα]] πάτραν διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.44)
|sltr=<b>διᾰπρεπής</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[illustrious]] τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει [[στόμα]] πάτραν διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.44)
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[διαπρεπής]], -ές)<br />διακεκριμένος, [[ξεχωριστός]], [[έξοχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διαπρεπές</i><br />η [[μεγαλοπρέπεια]].
}}
}}