διάταγμα: Difference between revisions

9
(strοng)
(9)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[διατάσσω]]; an [[arrangement]], i.e. ([[authoritative]]) [[edict]]: commandment.
|strgr=from [[διατάσσω]]; an [[arrangement]], i.e. ([[authoritative]]) [[edict]]: commandment.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[διάταγμα]]<br />Μ και διάταμαν) [[διατάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έγγραφη [[διαταγή]] της εκτελεστικής εξουσίας για [[ερμηνεία]] ή [[εκτέλεση]] νόμου<br /><b>2.</b> [[συμβουλή]], [[νουθεσία]] («αφήνει τα διατάματα και τ' αρμηνέματα», Ερωτόκριτος)<br /><b>μσν.</b><br />[[νόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσταγή]], [[διαταγή]]<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[διακανονισμός]]<br /><b>3.</b> [[διάθεση]] περιουσίας με [[διαθήκη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] το [[διάταγμα]]» — [[κατά]] τα συμφωνημένα.
}}
}}