εἰλεός: Difference between revisions

1,631 bytes added ,  29 September 2017
10
(big3_13)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> medic. [[íleo]] n. aplicado a diferentes tipos de cólicos agudos, en plu., Hp.<i>Aph</i>.3.22, <i>Int</i>.44, Lycus en Orib.8.28.1<br /><b class="num">•</b>en los caballos, Arist.<i>HA</i> 604<sup>a</sup>30, εἰ. ἰκτεριώδης íleo ictérico</i> Hp.<i>Int</i>.45, εἰ. [[αἱματίτης]] íleo sanguíneo</i> Hp.<i>Int</i>.46<br /><b class="num">•</b>[[inflamación intestinal]] Aret.<i>SA</i> 2.6.1, Diocl.<i>Fr</i>.73, Gal.7.69, 10.82.<br /><b class="num">2</b> bot., un tipo de [[vid]] Hippys 4.<br /><b class="num">3</b> v. 1 [[ἐλεός]].
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> medic. [[íleo]] n. aplicado a diferentes tipos de cólicos agudos, en plu., Hp.<i>Aph</i>.3.22, <i>Int</i>.44, Lycus en Orib.8.28.1<br /><b class="num">•</b>en los caballos, Arist.<i>HA</i> 604<sup>a</sup>30, εἰ. ἰκτεριώδης íleo ictérico</i> Hp.<i>Int</i>.45, εἰ. [[αἱματίτης]] íleo sanguíneo</i> Hp.<i>Int</i>.46<br /><b class="num">•</b>[[inflamación intestinal]] Aret.<i>SA</i> 2.6.1, Diocl.<i>Fr</i>.73, Gal.7.69, 10.82.<br /><b class="num">2</b> bot., un tipo de [[vid]] Hippys 4.<br /><b class="num">3</b> v. 1 [[ἐλεός]].
}}
{{grml
|mltxt=και ιλεός, ο (AM [[εἰλεός]] και [[ἰλεός]])<br /><b>1.</b> το κατώτατο [[τμήμα]] του λεπτού εντέρου<br /><b>2.</b> [[διακοπή]] της κυκλοφορίας του εντερικού περιεχομένου που προκαλείται από αποφρακτική [[συστροφή]] του εντέρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φωλιά]], [[τρύπα]] άγριου ζώου<br /><b>2.</b> [[ελεός]], [[τραπέζι]] του μάγειρα<br /><b>3.</b> [[είδος]] κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ειλεός]] «[[στροφή]]», η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται από τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[ειλεός]]<br />η του θηρίου [[κατάδυσις]] και [[στρόφος]]», όσο και ο [[παράλληλος]] τ. <i>ιλεός</i>, του οποίου το αρχικό <i>ι</i> οφείλεται [[είτε]] σε [[επίδραση]] του [[ίλλω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[είλιγγος]]-, [[ίλιγγος]]) [[είτε]] σε ιωτακισμό, συνδέονται με το <i>ειλώ</i> (2). Με τη [[σημασία]] «[[φωλιά]] ζώου» η λ. συνδέεται με το [[ειλύω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ειλυθμός]], [[ειλυός]], πιθ. μεταπλασμένος τ. του [[ειλεός]]). Στο [[ειλεός]] απαντά [[επίθημα]] -<i>εός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κολεός]], [[φωλεός]])].
}}
}}