ἐλαιολόγος: Difference between revisions

11
(6_5)
(11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαιολόγος''': Ἀττ. [[ἐλαολόγος]], ον, ([[συλλέγω]]) ὁ συνάγων ἐλαίας, Ἀριστοφ. Σφ. 712.
|lstext='''ἐλαιολόγος''': Ἀττ. [[ἐλαολόγος]], ον, ([[συλλέγω]]) ὁ συνάγων ἐλαίας, Ἀριστοφ. Σφ. 712.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐλαιολόγος]], ο, αττ. τ. [[ἐλαολόγος]], -ον (Α)<br />αυτός που μαζεύει ελιές.
}}
}}