ἐμπεριπίπτω: Difference between revisions

11
(6_13a)
(11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπεριπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[πίπτω]] ἔν τινι, [[ἐμπίπτω]], [[μετὰ]] δοτ., Ἱππ. 297. 24.
|lstext='''ἐμπεριπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[πίπτω]] ἔν τινι, [[ἐμπίπτω]], [[μετὰ]] δοτ., Ἱππ. 297. 24.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐμπεριπίπτω]] (Α)<br />[[πέφτω]], [[ενσκήπτω]].
}}
}}