ἐμπύρετος: Difference between revisions

11
(big3_14)
(11)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[enfebrecido]], [[calenturiento]] de pers., Alex.Trall.2.167.4, ἐμπύρετοί εἰσιν καὶ σχεδὸν ἄφωνοι Philum. en Aët.16.23.
|dgtxt=-ον<br />[[enfebrecido]], [[calenturiento]] de pers., Alex.Trall.2.167.4, ἐμπύρετοί εἰσιν καὶ σχεδὸν ἄφωνοι Philum. en Aët.16.23.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐμπύρετος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πυρετό<br /><b>2.</b> (για ασθένειες) συνοδευόμενες από πυρετό.
}}
}}