ἐξόριστος: Difference between revisions

12
(Bailly1_2)
(12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />banni.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξορίζω]].
|btext=ος, ον :<br />banni.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξορίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐξόριστος]], -ον) [[εξορίζω]]<br />αυτός που ζει σε [[εξορία]], εξορισμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(για κακούργο) αυτός του οποίου πέταξαν το [[πτώμα]] έξω από τα [[σύνορα]] της πατρίδας.
}}
}}