ἐξώστης: Difference between revisions

12
(Bailly1_2)
(12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui repousse : [[ἐξώστης]] [[ἄνεμος]] HDT vent contraire et violent.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξωθέω]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui repousse : [[ἐξώστης]] [[ἄνεμος]] HDT vent contraire et violent.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξωθέω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐξώστης]]) [[εξωθώ]]<br />περιφραγμένη [[προεξοχή]] ορόφου η οποία συγκοινωνεί με το εσωτερικό [[οικοδόμημα]] με πόρτες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]] του εσωτερικού αίθουσας θεάτρου σε ψηλότερο επίπεδο από την [[πλατεία]]<br /><b>2.</b> [[βαθμίδα]] στα [[πλευρά]] μόνιμων δεξαμενών με [[κλίση]] [[προς]] τα έξω<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διώχνει ή καταστρέφει («[[ἐξώστης]] [[Ἄρης]] ἔθραυε [[λαίφη]] τῆσδε γῆς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνεμο) [[ορμητικός]], αυτός που σπρώχνει τα πλοία στην [[ξηρά]]<br />ΙΙ. <b>ως ουσ.</b> [[είδος]] σφυγμού.
}}
}}