3,274,921
edits
(Bailly1_2) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui repousse : [[ἐξώστης]] [[ἄνεμος]] HDT vent contraire et violent.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξωθέω]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui repousse : [[ἐξώστης]] [[ἄνεμος]] HDT vent contraire et violent.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξωθέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ἐξώστης]]) [[εξωθώ]]<br />περιφραγμένη [[προεξοχή]] ορόφου η οποία συγκοινωνεί με το εσωτερικό [[οικοδόμημα]] με πόρτες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]] του εσωτερικού αίθουσας θεάτρου σε ψηλότερο επίπεδο από την [[πλατεία]]<br /><b>2.</b> [[βαθμίδα]] στα [[πλευρά]] μόνιμων δεξαμενών με [[κλίση]] [[προς]] τα έξω<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διώχνει ή καταστρέφει («[[ἐξώστης]] [[Ἄρης]] ἔθραυε [[λαίφη]] τῆσδε γῆς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνεμο) [[ορμητικός]], αυτός που σπρώχνει τα πλοία στην [[ξηρά]]<br />ΙΙ. <b>ως ουσ.</b> [[είδος]] σφυγμού. | |||
}} | }} |