3,277,048
edits
(6_15) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔπανδρος''': -ον, (ἀνὴρ) [[ἀνδρικός]], Διόδ. 4. 50, Συλλ. Ἐπιγρ. 5879.7· τὸ ἔπανδρον, τὸ ἀνδρικόν, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 20. - Ἐπίρρ. ἐπάνδρως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 107, Συλλ. Ἐπιγρ. 4239. | |lstext='''ἔπανδρος''': -ον, (ἀνὴρ) [[ἀνδρικός]], Διόδ. 4. 50, Συλλ. Ἐπιγρ. 5879.7· τὸ ἔπανδρον, τὸ ἀνδρικόν, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 20. - Ἐπίρρ. ἐπάνδρως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 107, Συλλ. Ἐπιγρ. 4239. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔπανδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε άνδρα, [[ανδροπρεπής]], [[ανδρικός]] («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔπανδρον</i><br />ανδρικό, αρρενωπό [[παράστημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπάνδρως</i><br />ανδρικά, γενναία, με ανδρικό [[φρόνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> [[άνανδρος]], [[εύανδρος]])]. | |||
}} | }} |