ἐπεξεργασία: Difference between revisions

13
(6_11)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεξεργασία''': ἡ, τὸ ἐπεξεργάζεσθαι, τελειοποιεῖν τι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 11. 226.
|lstext='''ἐπεξεργασία''': ἡ, τὸ ἐπεξεργάζεσθαι, τελειοποιεῖν τι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 11. 226.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπεξεργασία]]) [[επεξεργάζομαι]]<br />προσεκτική και [[λεπτομερής]] [[διόρθωση]] και [[συμπλήρωση]] έργου για να δοθεί η τελική του [[μορφή]] («[[επεξεργασία]] συγγράμματος, λόγου, κοσμήματος, σχεδίου» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχήμα]] εκφράσεως [[κατά]] το οποίο μια [[ιδέα]] αναλύεται με πολλές λέξεις ή φράσεις συνώνυμες για να καταστεί σαφέστερη<br /><b>μσν.</b><br />η [[εφαρμογή]] του νόμου<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξέταση]], [[έρευνα]].
}}
}}