3,271,499
edits
(6_11) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιβᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἐπιβάτην, δηλ. τὸν μαχόμενον ἐκ τοῦ πλοίου στρατιώτην, καὶ λαβὼν ἐκ τοῦ στρατεύματος τοὺς ἐπιτηδειοτάτους ἄνδρας πρὸς τὴν ἐπιβατικὴν χρείαν, [[ὅπως]] χρησιμεύσωσιν ὡς μαχηταὶ ἐπιβάται, Πολύβ. 3, 95, 5:- τὸ ἐπιβατικόν, οἱ θαλασσινοί, οἱ ναῦται, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 8, Πολύβ. 1. 47, 9. | |lstext='''ἐπιβᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἐπιβάτην, δηλ. τὸν μαχόμενον ἐκ τοῦ πλοίου στρατιώτην, καὶ λαβὼν ἐκ τοῦ στρατεύματος τοὺς ἐπιτηδειοτάτους ἄνδρας πρὸς τὴν ἐπιβατικὴν χρείαν, [[ὅπως]] χρησιμεύσωσιν ὡς μαχηταὶ ἐπιβάται, Πολύβ. 3, 95, 5:- τὸ ἐπιβατικόν, οἱ θαλασσινοί, οἱ ναῦται, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 8, Πολύβ. 1. 47, 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιβατικός]], -ή, -όν) [[επιβάτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι' αυτούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιβατικό</i><br />[[μέσο]] μεταφοράς επιβατών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιβατικόν</i><br /><b>1.</b> οι επιβάτες, οπλίτες του πλοίου<br /><b>2.</b> ο [[μισθός]] τών ναυτών<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐπιβατικά</i><br />μικρότερα εμπορεύματα που συμπληρώνουν το [[κυρίως]] [[φορτίο]]. | |||
}} | }} |