ἐπιβλητικός: Difference between revisions

13
(6_11)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβλητικός''': -ή, -όν, ὁ μετ’ ἐπιβολῆς ἐγγίζων τι.- Ἐπίρρ. -κῶς, τινὶ Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50. ΙΙ. [[προσεκτικός]], Ἰάμβλ. Προτρ. 4, σ. 44.
|lstext='''ἐπιβλητικός''': -ή, -όν, ὁ μετ’ ἐπιβολῆς ἐγγίζων τι.- Ἐπίρρ. -κῶς, τινὶ Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50. ΙΙ. [[προσεκτικός]], Ἰάμβλ. Προτρ. 4, σ. 44.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιβλητικός]], -ή, -όν) [[επιβάλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιβάλλεται, που εμπνέει στους άλλους σεβασμό, [[υπακοή]], [[αναγνώριση]] κ.λπ. («[[επιβλητικός]] [[αξιωματικός]]», «επιβλητική [[εμφάνιση]]», «επιβλητικό [[θέαμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιβλητικό</i><br />η [[επιβλητικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αντιλαμβάνεται [[αμέσως]], ο [[εύστροφος]]<br /><b>2.</b> [[προσεκτικός]].
}}
}}