ἐπιγλυκαίνω: Difference between revisions

13
(6_23)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιγλῠκαίνω''': καθιστῶ τι ὁπωσοῦν γλυκύ, ἵνα ἐπιγλυκάνω καὶ κατακεράσω τὴν χολὴν Γαλην. τ. 14, σ. 277, 12. ΙΙ. ἀμεταβ., ὀσμὴν [[οἷον]] ἐπιγλυκαίνουσαν, ἔχουσαν γλυκύτητά τινα, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 15, 4.
|lstext='''ἐπιγλῠκαίνω''': καθιστῶ τι ὁπωσοῦν γλυκύ, ἵνα ἐπιγλυκάνω καὶ κατακεράσω τὴν χολὴν Γαλην. τ. 14, σ. 277, 12. ΙΙ. ἀμεταβ., ὀσμὴν [[οἷον]] ἐπιγλυκαίνουσαν, ἔχουσαν γλυκύτητά τινα, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 15, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιγλυκαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] γλυκύτερο<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[υπόγλυκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[γλυκαίνω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[επίγλυκυς]]].
}}
}}