ἐπίδομα: Difference between revisions

13
(6_21)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίδομα''': τό, [[ἐπίμετρον]], [[συνεισφορά]], δεῖπνα... ἐξ ἐπιδομάτων Ἀθήν. 364F.
|lstext='''ἐπίδομα''': τό, [[ἐπίμετρον]], [[συνεισφορά]], δεῖπνα... ἐξ ἐπιδομάτων Ἀθήν. 364F.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐπίδομα]]) [[επιδίδωμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρόσθετη [[επιχορήγηση]] που παρέχεται σε εργαζομένους σε ορισμένες περιπτώσεις («[[επίδομα]] ανεργίας, τοκετού, αεροθεραπείας» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> έκτακτο χρηματικό [[βοήθημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσθήκη]]<br /><b>2.</b> [[συνεισφορά]], [[έρανος]].
}}
}}