ἐπίδικος: Difference between revisions

13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />réclamé <i>ou</i> contesté en justice ; <i>fig.</i> [[ἐπίδικος]] [[νίκη]] PLUT victoire contestée, que chaque parti réclame pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δίκη]].
|btext=ος, ον :<br />réclamé <i>ou</i> contesté en justice ; <i>fig.</i> [[ἐπίδικος]] [[νίκη]] PLUT victoire contestée, que chaque parti réclame pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δίκη]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίδικος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται [[ακόμη]] στην [[κρίση]] του δικαστηρίου, που δεν έχει ξεκαθαριστεί νομικώς («ἐπιδίκου ὄντος τοῡ κλήρου», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επίδικο [[πράγμα]]» — ό,τι έχει καταστεί [[αντικείμενο]] δικαστικής διαφοράς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διαφιλονικούμενος, αμφισβητούμενος («[[ἐπίδικος]] [[νίκη]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που υποβάλλεται στην [[κρίση]] κάποιου («[[δίδωμι]] ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῑς δημόταις», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἐπίδικος]]<br />[[κληρονόμος]] για την οποία απαιτείται δικαστική [[απόφαση]] για το [[ποιός]] από τους πλησιέστερους συγγενείς θα τήν κληρονομήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δίκη]].
}}
}}